Μπορείτε να κατεβάσετε το κείμενο του προλόγου του βιβλίου της Άντζελας Γκερέκου σε μορφή αρχείου .pdf.
Μπορείτε να ακούσετε ηχογραφημένη ολόκληρη την εκδήλωση της παρουσίασης του βιβλίου, από το διαδικτυακό τόπο του "Μίλα Ελεύθερα"
Μπορείτε να επισκεφθείτε το web site του βιβλίου και του συγγραφέα Νίκου Κλειτσίκα
(Κείμενο παρουσίασης βιβλίου από την ομιλία της Αντζελας Γκερέκου)
Η κυκλοφορία του βιβλίου του Νίκου Κλειτσίκα και του Διονύση Αναστασόπουλου, είναι ένα γεγονός το οποίο περίμενα με ενδιαφέρον. Με το Νίκο Κλειτσίκα και το Διονύση Αναστασόπουλο, υπάρχουν πολλά πράγματα που μας συνδέουν - με πρώτο και βασικό, τη σχέση και των τριών μας με την Ιταλία.
Ειδικά για το Νίκο Κλειτσίκα, οφείλω να ομολογήσω ότι εάν υπάρχει ένας άνθρωπος στην Ελλάδα, ο οποίος έχει βαθιά γνώση και προσωπική εμπειρία από τα πολιτικά πράγματα της Ιταλίας, αυτός είναι ο ίδιος. Κατά συνέπεια η συγκεκριμένη έκδοση, δεν είναι μία «εκ του μακρόθεν» ανάλυση αλλά μια παρουσίαση των δεδομένων της σύγχρονης Ιταλικής πολιτικής σκηνής με αφορμή τις πρόσφατες Εκλογές του 2006, η οποία ισορροπεί απόλυτα την παράθεση των αντικειμενικών παραμέτρων της αναμέτρησης, με τη βιωματική προσέγγιση ενός ανθρώπου, ο οποίος είχε ενεργή συμμετοχή στην αναμέτρηση αυτή.
Χωρίς να θέλω να αναλώσω πολύ από το χρόνο της σημερινής παρουσίασης με τους τόσο ενδιαφέροντες καλεσμένους και συμμετέχοντες, θα ήθελα απλά να εστιάσω μόνο σε κάποια λίγα σημεία, τα οποία με βάση το περιεχόμενο του βιβλίου, αφ? ενός έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αφ' ετέρου ανοίγουν τρία (3) μεγάλα θέματα προς συζήτηση:
Το πρώτο είναι ότι η σύγχρονη Ιταλική πολιτική σκηνή - πέρα από τις συγκεκριμένες ιδιομορφίες της - αποτελεί ένα πολύ χαρακτηριστικό δείγμα, της συνολικής εικόνας των Ευρωπαϊκών πολιτικών πραγμάτων. Και εδώ αναδεικνύονται δύο επιμέρους στοιχεία: το ένα έχει να κάνει με τη σαφή παρουσίαση των τρόπων, των μεθόδων, των τακτικών και των στρατηγικών με τις οποίες ασκείται γενικά η σύγχρονη πολιτική και το δεύτερο έχει να κάνει με την αμφίρροπη και συνεχιζόμενη σε Ευρωπαϊκό επίπεδο αναμέτρηση, των δύο βασικών πολιτικών δυνάμεων εξουσίας: της κεντροδεξιάς με την κεντροαριστερά.
Όσον αφορά το πρώτο στοιχείο, ο Νίκος Κλειτσίκας, μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του δικαιολογημένα τυχερό, γιατί είχε την εμπειρία της συνεργασίας με τους παγκοσμίως καλύτερους ανθρώπους στο χώρο της πολιτικής επικοινωνίας και στρατηγικής - και μάλιστα σε μια πολιτική αναμέτρηση, κρίσιμη, σκληρή και εξαιρετικά αμφίρροπη. Και βέβαια θα πρέπει να κάνει κανείς την παρατήρηση ότι για τη δεδομένη αναμέτρηση στην Ιταλία, είχαν συγκεντρωθεί οι αποτελεσματικότεροι επαγγελματίες της πολιτικής επικοινωνίας και από τις δύο πλευρές - αν λάβει κανείς υπόψη και την παρουσία του Κάρλ Ρόουβ (προσωπικού συμβούλου του Τζόρτζ Μπους) από την άλλη πλευρά. Οπότε από πλευράς «επαγγελματιών της πολιτικής επικοινωνίας», μπορούμε να πούμε ότι επρόκειτο για μια «μάχη γιγάντων».
Εδώ λοιπόν ανοίγει και το πρώτο μεγάλο θέμα προς συζήτηση, το οποίο αφορά τη σκοπιμότητα, τη χρησιμότητα και το «δεοντολογικά ορθό» του ρόλου των «επαγγελματιών της επικοινωνίας» στις σύγχρονες πολιτικές αναμετρήσεις. Απολύτως συνειδητά, δεν πρόκειται να επεκταθώ στη συζήτηση αυτή, λόγω του ότι θα είναι εξαιρετικά μακρά - γιατί απαραιτήτως θα πρέπει επεκταθούμε και στο ρόλο των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, θα πρέπει να συζητήσουμε για το τι σημαίνει «διαμεσολαβημένη επικοινωνία» και θα πρέπει να συζητήσουμε και για το πώς η «ορατότητα» των Πολιτικών πλέον, δεν μπορεί να προκύψει αποκλειστικά και μόνο από την άμεση, προσωπική επαφή.
Μέσα σε όλο αυτό «σύμπαν» οι επαγγελματίες της πολιτικής επικοινωνίας έχουν το ρόλο τους, είναι εκεί και υπάρχουν αλλά συνήθως οι Πολιτικοί κάνουμε ότι...«δεν τους ξέρουμε»... Έτσι κι αλλιώς ένα ρητό του δικού τους χώρου, λέει ότι «οι επαγγελματίες της πολιτικής επικοινωνίας κάνουν τέλεια τη δουλειά τους, όταν, πρώτα απ' όλα, δίνουν την αίσθηση ότι δεν υπάρχουν». Βέβαια, σαφώς και υπάρχει πρόβλημα ως προς το ρόλο τους, από τη στιγμή που «περνάνε τη γραμμή» και δεν ρυθμίζουν απλά την Επικοινωνία αλλά υποκαθιστούν πλήρως τον Πολιτικό ή το Κόμμα ως προς αυτή την ίδια την παραγωγή Πολιτικής - αλλά ας μην επεκταθούμε περισσότερο στη συζήτηση αυτή, όσο ενδιαφέρουσα κι αν είναι. Διαφορετικό πράγμα είναι να επικοινωνείς τη θέση του Πολιτικού και διαφορετικό πράγμα να παράγεις αντ' αυτού, τη θέση του.
Το δεύτερο στοιχείο που προκύπτει από την ανάλυση της Ιταλικής πολιτικής σκηνής, όπως αυτή δίνεται μέσα από το βιβλίο του Νίκου Κλειτσίκα και του Διονύση Αναστασόπουλου, έχει να κάνει με την πολιτική μάχη κεντροδεξιάς - κεντροαριστεράς. Στην Ιταλία, αναμφισβήτητα ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι αποτέλεσε ένα «φαινόμενο». Ήταν η πιο σαφής, η πιο καθαρή, η πιο γλαφυρή έκφραση της Ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς - διανθισμένη φυσικά με όλα τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά, της συγκεκριμένης προσωπικότητας. Και ήταν ένα «φαινόμενο» το οποίο επέδειξε σημαντική αντοχή στο χρόνο, γιατί προφανώς «έπειθε» τους ψηφοφόρους. Στον πρόλογο του βιβλίου, μιλούσαμε για «πύρρειο νίκη» της κεντροαριστεράς - και προφανώς μόνο ως τέτοια μπορεί να χαρακτηριστεί μια νίκη με διαφορά μόλις 25.000 ψήφων. Οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ιταλία με την παραίτηση της Κυβέρνησης Πρόντι και τον εκ νέου σχηματισμό καινούργιας, επιβεβαίωσαν τις υποψίες όλων μας, ότι η διαχείριση της εξουσίας από τον Κεντροαριστερό σχηματισμό δεν επρόκειτο να είναι εύκολη υπόθεση, μετά από το συγκεκριμένο εκλογικό αποτέλεσμα - και θα μου επιτρέψτε να παρατηρήσω ότι στο τελευταίο συνέδριο του συνασπισμού των Σοσιαλιστικών Κομμάτων στο οποίο παραβρισκόμουν, μπορώ να πω ότι υπήρχαν ενδείξεις για κάτι τέτοιο. Και εδώ ερχόμαστε στο άλλο κεντρικό πρόβλημα της (Ευρωπαϊκής τουλάχιστον) πολιτικής σκηνής: στο επιχείρημα των μη διακριτών πλέον ορίων, μεταξύ των δύο πολιτικών προτάσεων.
Είναι γεγονός, ότι με την εξάλειψη των «σκληρών» ιδεολογικών πολιτικών γραμμών, η έννοια του «Κέντρου» αποτελεί το «Ελ Ντοράντο» των κομμάτων εξουσίας, τα οποία θεωρούν ότι πλέον ο κυρίως όγκος των ψηφοφόρων, κινείται στο συγκεκριμένο χώρο. Αυτό σημαίνει ότι τόσο η Δεξιά, όσο και η Αριστερά χρησιμοποιούν πολλές φορές κοινούς όρους και ενδεχομένως παραπλήσιες προσεγγίσεις των προβλημάτων. Κατά συνέπεια, οι Πολίτες αδυνατώντας να δουν με την πρώτη ματιά τις «διακριτές πολιτικές γραμμές» μεταξύ των πολιτικών προτάσεων, καταλήγουν στο συμπέρασμα: «όλοι ίδιοι είστε». Και το συμπέρασμα αυτό τροφοδοτεί με τη σειρά του, την αποστασιοποίηση, την αδιαφορία για την ενεργό συμμετοχή στα κοινά και τη συνολική απαξίωση της πολιτικής.
Και εδώ ανοίγει το δεύτερο μεγάλο θέμα προς συζήτηση, θέτοντας απλά και μόνο - κατ' αρχήν στον εαυτό μου και μετά προς όλους - ένα ερώτημα για προβληματισμό: το σφάλμα της μη διάκρισης σαφών πολιτικών γραμμών μεταξύ των κεντροδεξιών και των κεντροαριστερών προτάσεων, είναι μόνο των Πολιτών;; Μόνο αυτοί ευθύνονται για το ότι δυσκολεύονται να τις δουν;; Μόνο αυτοί ευθύνονται για τον «ομογενοποιημένο» τρόπο, με τον οποίο αντιμετωπίζουν τα κόμματα εξουσίας;; Και είμαι σίγουρη, ότι πρόκειται για άλλη μία μακρά συζήτηση...
Το τρίτο και τελευταίο στοιχείο που προκύπτει από το βιβλίο του Νίκου Κλειτσίκα και του Διονύση Αναστασόπουλου, έχει να κάνει με το κριτήριο των σύγχρονων εκλογικών αναμετρήσεων. Το «φαινόμενο Μπερλουσκόνι», είναι αλήθεια ότι «πόλωσε» τα πολιτικά πράγματα στην Ιταλία. Αυτό έγινε ξεκάθαρο σε όλους, με τις πολιτικές αλλά και επικοινωνιακές επιλογές που έγιναν κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Αρκεί να θυμηθεί κανείς, τη χρήση εκ μέρους του κ. Μπερλουσκόνι φράσεων, οι οποίες είναι δύσκολο ακόμη και να αναπαραχθούν, στο δημόσιο λόγο...
Πέρα όμως από τις συγκεκριμένες ακραίες «κορώνες», το ενδιαφέρον είναι ότι στην προεκλογική περίοδο, ουσιαστικά δεν αναμετρήθηκαν πολιτικές προτάσεις με την αναμενόμενη έννοια του όρου αλλά διαχειριστικές και τεχνοκρατικές ικανότητες πολιτικών προσώπων. Και κατά τη γνώμη μου αυτό, θα πρέπει για όλους μας να «κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου», γιατί πραγματικά αποτελεί ένα πρόβλημα της Ευρωπαϊκής πολιτικής γενικά: το κριτήριο επιλογής ψήφου, μετακινείται από την «πολιτική επιλογή» στη «διαχειριστική ικανότητα». Και που είναι το επικίνδυνο σε αυτό; Ακριβώς στο σημείο ότι ένα τέτοιο σκεπτικό, επικυρώνει και σφραγίζει τελειωτικά, την αίσθηση ομοιογένειας των πολιτικών που αντιπροσωπεύουν τα κόμματα εξουσίας. Με λίγα λόγια δηλαδή, το προηγούμενο σκεπτικό του «όλοι ίδιοι είστε» - επεκτείνεται σε «όλοι ίδιοι είστε, οπότε ας δούμε ποιος μπορεί να κάνει τη δουλειά καλύτερα».
Το να «γίνει η δουλειά» όμως, είναι ένα σκεπτικό κυνικό, ένα σκεπτικό παραίτησης, ένα σκεπτικό που μπορεί να αποδεχθεί τους πάντες και τα πάντα αδιαμαρτύρητα, χωρίς κριτική σκέψη, χωρίς ιδιαίτερη αξιολόγηση και χωρίς καμία αντίσταση. Και αυτό ακριβώς, είναι ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ για την ίδια τη Δημοκρατία. Ιδού λοιπόν και το τρίτο μεγάλο θέμα προς συζήτηση, όπως προκύπτει μέσα από το συγκεκριμένο βιβλίο: ποιον συμφέρει τελικά το πολιτικό κριτήριο να είναι η «διαχειριστική ικανότητα»;; Οι Πολίτες ευθύνονται που λειτουργούν πλέον με μια «διαχειριστική λογική προσωπικού συμφέροντος» ή τα πολιτικά κόμματα, τα οποία μεταφέρουν το πεδίο της αντιπαράθεσής τους στο συγκεκριμένο θέμα;; Η «διαχειριστική ικανότητα» έρχεται στο προσκήνιο, λόγω έλλειψης πολιτικών προτάσεων ή γιατί πραγματικά είναι το μόνο πλέον που μπορεί οι Πολίτες να βρίσκουν ως «ενδιαφέρον κριτήριο επιλογής»;; Υπάρχει τρόπος η «Πολιτική Πρόταση» και το «Πολιτικό Όραμα», να κερδίσουν το χαμένο έδαφος από τη «διαχειριστική ικανότητα», ως κριτήρια πολιτικής επιλογής - κι αν ναι, ποιος είναι ο τρόπος αυτός;; Το σίγουρο είναι ότι κάτι αλλάζει - και αλλάζει ραγδαία - ως προς το πώς αντιλαμβάνονται οι Πολίτες τη συμμετοχή τους στα κοινά και την πολιτική. Για την αλλαγή αυτή που έρχεται υπάρχουν δύο τουλάχιστον πολύ σαφείς ενδείξεις: ο συνεχώς αυξανόμενος ρόλος των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων και ευρύτερα των οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών και βεβαίως, η ταχύτατη εξάπλωση του Internet. Εμείς οφείλουμε αυτή την αλλαγή να τη δούμε όσο πιο σύντομα μπορούμε αλλά και να την κατανοήσουμε.
Φίλες και φίλοι, ένα βιβλίο που ανοίγει 3 τόσο κρίσιμες συζητήσεις, δεν μπορεί παρά να είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Πέρα όμως από ενδιαφέρον, θα έλεγα ότι το βιβλίο του Νίκου Κλειτσίκα και του Διονύση Αναστασόπουλου, είναι και «τίμιο» ως προς τις προθέσεις του. Παρά το ότι οι συγγραφείς, έχουν πολύ συγκεκριμένη θέση και άποψη για τα πράγματα, δεν «παίρνουν τον αναγνώστη από το χέρι» να τον οδηγήσουν σε ένα και μόνο συμπέρασμα. Αντιθέτως, παραθέτουν τα στοιχεία, συγκροτούν το δυνατόν πιο αντικειμενικές εικόνες των πραγμάτων και επιτρέπουν τελικά στον αναγνώστη να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα - κι αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό.
Για όλους αυτούς τους λόγους λοιπόν, μόνο συγχαρητήρια μπορεί να δώσει κανείς στους δύο συγγραφείς - και εγώ τους εύχομαι από την καρδιά μου καλή επιτυχία στο βιβλίο τους.
Σας ευχαριστώ
|